Τιμοθέου

Τιμοθέου
Τιμόθεος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αγίου Τιμοθέου, μετόχι — Γυναικείο μοναστηριακό μετόχι στην Παλαιά Πεντέλη. Ανήκει στο μοναστήρι της Πεντέλης …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • τιμοθεαστής — ὁ, Α [Τιμόθεος] ο οπαδός τού Τιμοθέου, κιθαρωδού τής Μιλήτου …   Dictionary of Greek

  • τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • τυχικός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαθητής και ακόλουθος του αποστόλου Παύλου (Πράξεις K’ 4, Προς Εφεσίους β’ 21, Προς Κολοσσαείς δ’ 7, Β’ Τιμοθέου δ’ 12, Προς Tiτον γ’ 12). Κατά την παράδοση έγινε επίσκοπος στον Κολοφώνα. Πολλές πηγές τον… …   Dictionary of Greek

  • Αύλαντος — (1ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και τορνευτής. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη. Διακρίθηκε για την αντικατάσταση της κεφαλής, που είχε σπάσει, του περίφημου αγάλματος της Άρτεμης, έργου του Τιμόθεου, στον ναό του Απόλλωνα… …   Dictionary of Greek

  • Βιλαμόβιτς Μέλεντορφ, Ούλριχ φον- — (Ulrich von Wilamowitz Möllendorf, Μάρκοβιτς, Ποζνανία 1848 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1931).Γερμανός φιλόλογος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Γκρέφσβαλντ (1876), του Γκέτινγκεν (1883) και του Βερολίνου (1897), υπήρξε ένας από τους μεγάλους… …   Dictionary of Greek

  • Γαϊανός — (6ος αι.). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (537 538). Ήταν ο πρώτος μονοφυσίτης επίσκοπος των οπαδών του μονοφυσίτη Ιουλιανού, επισκόπου Αλικαρνασσού, οι οποίοι από αυτόν ονομάστηκαν Γαϊνίτες. Ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο μετά τον θάνατο του Τιμόθεου… …   Dictionary of Greek

  • Ευνίκη — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν η μητέρα του αποστόλου Τιμόθεου και κόρη της Λωίδας. Καταγόταν από ιουδαϊκή οικογένεια, αλλά ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Παντρεύτηκε Έλληνα, που είχε προσηλυτιστεί από τους εθνικούς. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”